Новогреческий словарь
έμπρωρος
έμπρωρ|ος
мор.
носовой
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
носовой
? —
έμπρωρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
έμπρωρος
? — носовой
#
(ново)греческий словарь
—
ανάρρηση
—
σάχης
—
μπαγκέτα
—
λιακωτό
—
καφεζαχαροπλαστείο
—
πικράδα
—
στραβισμός
—
εγγυημένος
—
επανάγω
—
ψωμοζώ
—
νανοσωματιδια
—
αναγκασμένος
—
βενζίνα
—
φουμιστός
—
αντασφαλιστής
—
αντεπιστημονικό
—
αμφιβληστροειδίτιδα
—
βρωμοκόριτσο
—
πυροβολείο
—
συγκεχυμένος
—
μουνοπλημμύρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве