|
η труба (муз. инструмент) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово труба? — τρομπέτα как с (ново)греческого переводится слово τρομπέτα? — труба — σκουφέτο — γερμανισμός — λοφώδης — ανεμόσαρκος — συντέλεια — αντισταθμιστικός — ελαφίδες — διεπιστημονικός — πυκνογραμμένος — εξάποδος — θεσιθηρία — μπηχτός — σφραγιδοφύλακας — αλλοεθνία — αλειχούδευτος — μπάτσισμα — άλαιμος — ρουφιανεύω — οικοδόμος — αδιάρρηκτα — υδατοσφαιριστής |
|||