|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φουρκισμένος? — — παφλασμός — εντροπιάρης — εχεφρονώ — τυροκομία — ιδρώνω — αντιθετικότητα — Οβριά — τεζαρισμένος — προσαράσσω — μουσσών — χαίνων — αρχιχρονιάτικος — στρεψαυχενία — καρδάρα — εφαρμόζω — σοδομίτης — συμπονετικός — δυσεπανόρθωτος — κεντήστρα — αξεδιάλεχτος — αφομοίωση |
|||