Новогреческий словарь
αποστηματώδης
αποστηματώδης
гнойный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
гнойный
? —
αποστηματώδης
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποστηματώδης
? — гнойный
#
(ново)греческий словарь
—
επιπλωτήρ
—
ποτό
—
διαβολάκος
—
αιμορροφιλία
—
σπιθοβολάω
—
στηθοσκοπικός
—
αδιακόνητος
—
ενστερνίζομαι
—
άδικος
—
κοκκινέλη
—
επικαίω
—
ασπούδαστος
—
μεσοκαιρίτης
—
κροτάλισμα
—
τσελιγγοτο
—
καθαρτήριος
—
αντίστοιχος
—
προεδρεύω
—
εξεικονίζω
—
αργιλές
—
στοχαστής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве