Новогреческий словарь
αυτοσυντήρητος
αυτοσυντήρητ|ος
1)
живущий на свой счёт
;
2)
хозрасчётный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
живущий на свой счёт
? —
αυτοσυντήρητος
как на
(ново)греческом
будет слово
хозрасчётный
? —
αυτοσυντήρητος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτοσυντήρητος
? — живущий на свой счёт, хозрасчётный
#
(ново)греческий словарь
—
σκατόξυλο
—
προγυμνάζομαι
—
καθέκτης
—
αοριστολόγος
—
όργιο
—
φροντιστηριακά
—
αργυρολογώ
—
εξακοντισμός
—
ανθυγιεινότητα
—
τριάρμπουρος
—
αεροδρομιακός
—
λεξικολογικά
—
υδροθεραπευτικός
—
τραβεστί
—
κακόγνωμος
—
δυσπεψία
—
ξεραμένος
—
αναφορείον
—
σκοινάκι
—
τιμονιέρισσα
—
διακύμανση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве