Новогреческий словарь
ομοιοπαθητικός
ομοιοπαθητικός
гомеопатический
;
~ ιατρός — врач-гомеопат
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
гомеопатический
? —
ομοιοπαθητικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ομοιοπαθητικός
? — гомеопатический
#
(ново)греческий словарь
—
διακανόνισμός
—
δεξαμενόπλοιο
—
κόλπο
—
βατράχι
—
πλόϊμος
—
όθεν
—
σκροφίτσα
—
αρσίν
—
αρωματοποιός
—
αραπόσυκο
—
αγουστέλι
—
κρυστάλλων
—
λογιώτατος
—
γεμιτζής
—
συμπλέω
—
φωτοβόλημα
—
αργυρόχρους
—
φουσκωτό
—
παράσιτος
—
υδραντλία
—
γογγολογώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве