Новогреческий словарь
διαποικίλλω
διαποικίλλω
(αόρ. διειτοίκιλα)
украшать, разукрашивать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
украшать
? —
διαποικίλλω
как на
(ново)греческом
будет слово
разукрашивать
? —
διαποικίλλω
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαποικίλλω
? — украшать, разукрашивать
#
(ново)греческий словарь
—
σχηματικότητα
—
οκτάβα
—
λύσσα
—
μονόλογος
—
πίθος
—
καλαμοσάκχαρο
—
αναλωτός
—
ασημοκεντώ
—
τετράωρο
—
ερμηνέας
—
αμινοβενζόλιο
—
μητράδελφος
—
αρχοντομίλητος
—
γοργογαγέρνω
—
Ακρίτας
—
ανεπισκεύαστος
—
παρέκταση
—
αστροφώτιστος
—
αξαστέρωτος
—
μαρξιστής
—
μάργαρο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве