|
ο скупец; скаред (прост.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скупец? — ακριβοκόπος как на (ново)греческом будет слово скаред? — ακριβοκόπος как с (ново)греческого переводится слово ακριβοκόπος? — скупец, скаред — αρχαϊκός — δευτεραγωνίστρια — αιωρίζω — ένζυμον — ξεσελώνω — παρδαλίζω — αργολογώ — αλκαλικός — σπιρτάδα — κρασίλα — ανάκατα — άλλος — τροπαιοφόρος — σεχταριστικά — προνομή — ξεθωριάζω — φοινικιά — κλοπιμαίος — αναπάντητος — μάτς — ελαττωματικότητα |
|||