|
вишнёвый (о цвете) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вишнёвый? — βισινύς как с (ново)греческого переводится слово βισινύς? — вишнёвый — πραγματικότητα — ένεδρος — σπεδίζω — ετάθην — λαδόξιδο — διπλοσήμαντος — στασιασμός — κατσαμάκας — αιματοσταγής — μάργαρο — ριζοκόπος — εξώπροικα — αντιπαρατάσσω — επίμοχθος — εισηγητής — εκνιτρώ — εκκρεμές — διαμφισβήτηση — μικροπρόσωπος — ζοχαδιακός — μαντεμένος |
|||