Новогреческий словарь
επισυνέβην
επισυνέβην
αόρ. от επισυμβαίνω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
επισυνέβην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
συντηρημένος
—
αδήν
—
σεπτεμβριανά
—
κατάβαθα
—
γκολ
—
ανακαθάρισμα
—
κοντύλια
—
αφεντάδικος
—
χρωμάτωση
—
στάλπη
—
πιγκώνομαι
—
αμιλησιά
—
παραβατικός
—
τροπώνω
—
Άραβας
—
διάκλυσμα
—
αγριοβλέπω
—
αριθμοθετώ
—
αγριόκοττα
—
ξεμπρατσώνομαι
—
βερεσές
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве