|
το клетка; === μπήκε στό ~ — [phrase]он женился[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клетка? — κλουβί как с (ново)греческого переводится слово κλουβί? — клетка — στρωμάτσο — φώσφορος — ευκατάσβεστος — καρυδόφυλλο — σαρδελλοβάρελο — αδικοπλούτισμα — συχώρεση — σταθμεύω — θαμπίζω — λαθρεμπόριο — ανεκφόρτωτος — λυσσακό — παρηγορήτρα — αιματοποτίζω — εμπρεσσιονιστής — υδροπότης — μαυρόκοττα — περιτονίτιδα — διάφορος — αλύπητα — λινάρι |
|||