Новогреческий словарь
κλουβί
κλουβί
το
клетка
;
===
μπήκε στό ~ — [phrase]он женился[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
клетка
? —
κλουβί
как с
(ново)греческого
переводится слово
κλουβί
? — клетка
#
(ново)греческий словарь
—
συγγένισσα
—
πλάνιασμα
—
φίλος
—
απόκαρση
—
λιπομαρτυρία
—
κρατητός
—
νουβέλλα
—
καταχρεώνομαι
—
κάραβος
—
γκλαβανή
—
εγγίζομαι
—
διγνωμία
—
φαλακροκόραξ
—
αρρωστώ
—
αμφίβολος
—
γόμμα
—
ισόγειος
—
φλεβίτιδα
—
γίδινος
—
φαυλότητα
—
χηνοτρόφος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве