Новогреческий словарь
χηρευάμενος
χηρευάμεν|ος
ο
вдовец
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вдовец
? —
χηρευάμενος
как с
(ново)греческого
переводится слово
χηρευάμενος
? — вдовец
#
(ново)греческий словарь
—
μυλοστέρνα
—
κλωστοϋφαντουργικός
—
κατάτριψη
—
ώθηση
—
ετεροβαρής
—
ιώτα
—
ολομόναχος
—
μπουρτζόβλαχος
—
πλωτάρχης
—
καταρράκωσις
—
υπερφίαλα
—
σκευαστός
—
καυτερός
—
βιλαγέτιον
—
αποχωρίζομαι
—
προσβάλλομαι
—
περιφερικός
—
—
αρχικομπάρσος
—
μακρολαίμης
—
κασαρία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве