|
ο тёрка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тёрка? — τρίφτης как с (ново)греческого переводится слово τρίφτης? — тёрка — κρεατόχρους — τσιγγουνεύομαι — μπογαζάρω — δευτεροπαντρεύομαι — νιονιό — καπελλώνω — εφορευτικός — ελάφρυνση — δαφνοκέρασος — βδελυγμία — ψήστης — μερικό — απομαδώ — γναφικός — παγοδρομία — καμπούρικος — βλάμισσα — στοματάρα — πολτώδης — αποβάθρα — χρηματιστηριακός |
|||