Новогреческий словарь
κυνηγάρικος
κυνηγάρικ|ος
1)
охотничий
(о собаке);
2)
любящий охотиться
(о кошках)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
охотничий
? —
κυνηγάρικος
как на
(ново)греческом
будет слово
любящий охотиться
? —
κυνηγάρικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
κυνηγάρικος
? — охотничий, любящий охотиться
#
(ново)греческий словарь
—
μπουμπούνισμα
—
ξυλοφάος
—
θεοφάνεια
—
δημαγωγός
—
αλφαδιασμένος
—
αποθεματικό
—
αντιστατικός
—
χάμου
—
συνυπαίτιος
—
επίχωμα
—
κοσμηματοπωλείο
—
πλανίζω
—
πρωτύτερα
—
βρίσιμο
—
εντερολογία
—
προσθαφαίρεση
—
υποσταλτικός
—
αρχηγία
—
πολυβολητής
—
άγγισμα
—
οργανοειδής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве