Новогреческий словарь
πολυπροσώπως
πολυπροσώπως
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πολυπροσώπως
? —
#
(ново)греческий словарь
—
λεπτουργική
—
ιδιοκτησία
—
υποδέχομαι
—
αλαβής
—
μαθηματικός
—
ταυτογνωμώ
—
γερόγατος
—
συνιστώ
—
Άραβες
—
κτηριολογικός
—
αγεωμέτρητός
—
μετανάστευση
—
δεντρώνας
—
συχλιαίνω
—
χαμαλίκι
—
ασβεστοκάμινο
—
βαμβακέμπορος
—
συνοδευτικός
—
τοπαρχία
—
διπύρηνος
—
αγκαθός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве