Новогреческий словарь
ημερολογιακός
ημερολογιακός
календарный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
календарный
? —
ημερολογιακός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ημερολογιακός
? — календарный
#
(ново)греческий словарь
—
ενσωματωμένος
—
αυτοτοξίνωση
—
αποκέντρωση
—
καρδιοαγγειογραφία
—
ξεδιάντροπος
—
παράταξη
—
τυχοδιωκτισμός
—
άσκημος
—
ατράνταγος
—
στοματού
—
τσίμπημα
—
ελάχιστο
—
εξωβλάστη
—
προβοκάταρας
—
τρέλα
—
ενστερνίζομαι
—
ερυθρόξανθος
—
τσέλιγγας
—
εξυγιαίνω
—
διανοησιαρχία
—
αποφυλακίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве