|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οικοκυρικά? — — παλαίστρια — συναρπαστικός — θηλαστικό — πόχα — δυσπιστώ — χρωματοπώλης — λεμονής — κολπόσπασμος — Σαββατοκύριακο — ευωδία — απηλογή — πορτόφυλλο — φουσκώνω — ροδιακός — χαλιναγώγηση — πηλαλώ — τηκτικός — αρωμάτιση — ζημιάρικος — διερράγην — αρχοντοπιάνομαι |
|||