Новогреческий словарь
μεταξοπαραγωγός
μεταξοπαραγωγός
1.
шелководческий
;
2. (ή, ο)
шелковод
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
шелководческий
? —
μεταξοπαραγωγός
как на
(ново)греческом
будет слово
шелковод
? —
μεταξοπαραγωγός
как с
(ново)греческого
переводится слово
μεταξοπαραγωγός
? — шелководческий, шелковод
#
(ново)греческий словарь
—
κόμης
—
λαϊκάντζα
—
άμεμπτος
—
απολυτρώτρια
—
χιλιογραμμόμετρο
—
αφοσίωση
—
μπουγαδάς
—
γεροντοπέφτω
—
εκθειασμός
—
σακχαροειδής
—
αναθεμάτισμα
—
δαμασκηνέα
—
νεκρόφιλος
—
στυλίστας
—
εξόγκωμα
—
ραδιοεκπομπή
—
ερυθροκύτωσις
—
αγριελαία
—
σχεδιάζω
—
περδικομάτα
—
δαντελλάδικο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве