Новогреческий словарь
αιμοσφαίριο
αιμοσφαίριο
το (чаще мн.ч.)
кровяной шарик
;
λευκά ~ια — лейкоциты
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кровяной шарик
? —
αιμοσφαίριο
как с
(ново)греческого
переводится слово
αιμοσφαίριο
? — кровяной шарик
#
(ново)греческий словарь
—
πολυανθρωπία
—
νότια
—
χρυσοκέντητος
—
εθελόντρια
—
ρητορική
—
χειρομάντισσα
—
ατσάκωτος
—
υαλόλιθος
—
δικινητήριο
—
πιστάκιον
—
καλούτσικος
—
αμαξοπηγός
—
στρίφω
—
γαλακτοποιός
—
αποκλάδι
—
παναθηναϊκός
—
ειλικρινά
—
βρομισμένος
—
μαεστρία
—
αναστέλλω
—
Καναδέζα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве