|
η 1) мат. периметр; 2) контур #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово периметр? — περίμετρος как на (ново)греческом будет слово контур? — περίμετρος как с (ново)греческого переводится слово περίμετρος? — периметр, контур — επιβολεύς — στυλιζαρισμένος — χειροτονώ — πυροβολείο — επταμερής — ειδοποιούμαι — ανοργάνιστος — καυκιά — εργοστάτης — ξεκουμπίδια! — τσουβαλιά — κουτρουβαλώ — κατόρθωμα — πολυσέλιδος — μαγκίτης — κούρνια — σατραπικός — εννοούμαι — γιάτρεμα — χυμός — σκέπω |
|||