Новогреческий словарь
ζαμάνι
ζαμάνι
το
длительное время
;
καιρούς (или χρόνια) καί ~α έχω νά σέ δώ — [phrase]давненько я тебя не видел[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
длительное время
? —
ζαμάνι
как с
(ново)греческого
переводится слово
ζαμάνι
? — длительное время
#
(ново)греческий словарь
—
σίδηρος
—
καλυμμαύχιο
—
ψευδαργυρούχος
—
μετάνοια
—
γοερότης
—
πατρωνάρω
—
μεροδένδρι
—
εξειλιγμένος
—
αγγάστρωτη
—
ατράβηκτος
—
ύδρος
—
πόσιμος
—
μαρτυρώ
—
επικαθίζω
—
προσεταιρίζομαι
—
ανομοιώνω
—
κέφαλος
—
βιταμίνα
—
ξεκαπέλλωμα
—
αντεννοκάταρτο
—
κενόσοφος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве