Новогреческий словарь
στράκα
στράκα
η
щелчок
;
κάνω ~ες — щёлкать
;
χτυπώ ~ στή μύτη (στό κούτελο) — щёлкать по носу (по лбу)
;
κάνω ~ες μέ τά δάχτυλα — щёлкать пальцами
;
===
κάνω ~ες — производить впечатление, иметь успех
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
щелчок
? —
στράκα
как с
(ново)греческого
переводится слово
στράκα
? — щелчок
#
(ново)греческий словарь
—
κάννα
—
μπεγέντισμα
—
πλανταγμένος
—
προσκλίνω
—
αξόνιος
—
μπέρι-μπέρι
—
αντίς
—
αγροικησιά
—
κυκλοφορία
—
ξεθερμίζω
—
βάθυνση
—
τίποτε
—
νυχτοκάματο
—
προσκομίζω
—
αγωνιώδης
—
τροφός
—
χρωμοτυπία
—
γυμνοσάλιαγκος
—
στρωμνή
—
γκρεμοτόπι
—
καταχθονιότης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве