|
η уст. проститутка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово проститутка? — χαμαιτύπη как с (ново)греческого переводится слово χαμαιτύπη? — проститутка — οικολόγοι — ζορμπαλίκι — αλεπουδιά — μέθοδος — αρτήρ — κολλαγόνο — νοιώνω — ακτινογραφία — γρούμπος — ακλειστος — χάσιμο — ευλογιασμένος — συβαρισμός — εξετάφην — κροτώ — σκελετωμένος — τοκάς — δίμιτος — ποδιστά — αθέατος — στοπ |
|||