|
ο лесовод, лесотехник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лесовод? — δασοτέχνης как на (ново)греческом будет слово лесотехник? — δασοτέχνης как с (ново)греческого переводится слово δασοτέχνης? — лесовод, лесотехник — ξεκοριάζω — βούλιτο — απαθανατίζω — δραματουργικός — ανάρρηγμα — ανακύπτω — παραπολύ — εξάστερον — τετράτροχος — μορσικός — ζωέμπορας — βερμπαλισμός — τετραήμερος — δοσμένος — βαριά — ανθρωποθυσία — ονηλάτης — αλληλοβόρος — ιντριγκάρω — επακολουθώ — αφρόψαρο |
|||