Новогреческий словарь
δουκάτο
δουκάτο
το 1)
герцогство
;
2)
дукат
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
герцогство
? —
δουκάτο
как на
(ново)греческом
будет слово
дукат
? —
δουκάτο
как с
(ново)греческого
переводится слово
δουκάτο
? — герцогство, дукат
#
(ново)греческий словарь
—
μανδαρινάτο
—
βαθέως
—
αρχαϊστί
—
ομοιοπαθητική
—
αναβιωμένος
—
καμπουρομύτης
—
αφώτιστα
—
χρωματουργία
—
προβατικός
—
χαλκιάς
—
ερωτοχτυπημένος
—
επιπλωμένος
—
ποτενσιόμετρο
—
δευτέρωση
—
υπερθερμία
—
πιλατεύω
—
υφαλμυρότητα
—
οργανίδιο
—
παγανό
—
μπουφές
—
επιδημητικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве