Новогреческий словарь
θειαφισμένος
θειαφισμένος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
θειαφισμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αποζυγώνω
—
οκταετηρίδα
—
εφύγρανσις
—
υπερίδρωσις
—
διαγούμισμα
—
διεπάγην
—
ανεξάρτητος
—
ελαφίδες
—
σωληνοειδές
—
υδρομιγής
—
αεριώθηση
—
υπέρψυξις
—
θωρηχτό
—
γάστρι
—
καθυστέρηση
—
αποπληξία
—
σκοτώστρα
—
δημοδιδάσκάλισσα
—
πευκοφλοιός
—
δερμάτινο
—
αεριοκινητήρας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве