|
орфографический; ~ό λεξικό — орфографический словарь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово орфографический? — ορθογραφικός как с (ново)греческого переводится слово ορθογραφικός? — орфографический — στριφογύρισμα — ενδοκρινολόγος — αστυνομικός — θεώμοι — σφυροκόπος — καταπιέστρια — πειθώ — εξωφρενικότητα — ναναρίζω — σερέτισσα — ράφτης — ρεφενέ — ψιμυθιολόγος — παρεμβάλλομαι — θόλωμα — μωρία — ευχαριστία — ωρολογοποιείο — μαγκαρία — αντεπιχείρημα — αμφισημία |
|||