|
η карканье; === μέ κακοκεφιάζει η ~ τους — [phrase]мне действует на нервы их брань[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово карканье? — γκάβρα как с (ново)греческого переводится слово γκάβρα? — карканье — καταπονημένος — ογλήγορος — σκαλίζω — σείσιμο — ανταγωνιστικός — διασπείρω — εφευρετικότητα — οκταπόδιον — εξήλθον — θαλασσοπνίχτης — μεταξουργός — εμπλέκω — πεντάκλιτος — καθάρισμα — ξυούμαι — ξεντέρισμα — απλάνητος — ενοικιαστής — όμως — αριδιάζω — μετατοπίζω |
|||