|
το осень #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово осень? — χυνόπωρο как с (ново)греческого переводится слово χυνόπωρο? — осень — αναλύτρια — ψόφιος — ελαφοκέρατο — επιφράττω — καλορίζικος — πρυμάτσα — μετατίθημι — λιγώνω — δορυκτήτωρας — μενσεβικισμός — μαυρομάτικος — τιποτένος — θλιπτικός — καμπυλώνω — δηλοποιώ — τερέβινθος — σουλτανάτο — παγετός — μαθηματική — επαναλέγω — ολοζωής |
|||