Новогреческий словарь
τρεμουλιαχτός
τρεμουλιαχτός
1)
дрожащий
;
~χτή φωνή — дрожащий голос
;
2)
мигающий
(о пламени)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дрожащий
? —
τρεμουλιαχτός
как на
(ново)греческом
будет слово
мигающий
? —
τρεμουλιαχτός
как с
(ново)греческого
переводится слово
τρεμουλιαχτός
? — дрожащий, мигающий
#
(ново)греческий словарь
—
μυριόνεκρος
—
αδιασκεύαστος
—
θανατοποινίτισσα
—
καταπληγώνω
—
πολύτριχος
—
αξιόποινος
—
σμέουρο
—
βουβαλόδερμα
—
περιδεής
—
φθογγολογικός
—
ταχυγραφικός
—
ξεσπαθώνω
—
ιεροκρύφιος
—
μαγνησιούχος
—
προϋπαντώ
—
ψυχοδιαγνωστικός
—
μισοκαμένος
—
πονόκαρδος
—
αιμοχαρής
—
θρύον
—
ξαίνιο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве