|
уст. голубоватый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово голубоватый? — βένετος как с (ново)греческого переводится слово βένετος? — голубоватый — λογοκοπώ — κατάχλωμός — ισπανικός — τρεμουλιαχτός — οστριασορόκος — υδρόφωνο — χαυνωτικός — γρούξιμο — διασφήνωση — καθηγητής — ζαγγανάς — χωροβάτης — βροντημός — ατύλιγος — επιβλαστάνω — διανοησιαρχία — καντιανισμός — αγρυκνώ — λουκανικόσουπα — σωληνίσκος — κυπρέϊκος |
|||