|
одиннадцать раз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одиннадцать раз? — ενδεκάκις как с (ново)греческого переводится слово ενδεκάκις? — одиннадцать раз — ανταλλακτικό — ελαφροπιστία — υπερφυσικός — δισεγγόνι — καταδεικνύομαι — ψειρίζω — μάδισμα — ισοζυγισμός — αγύψωτος — φιλοτιμάω — ζυμωτός — τελετουργικός — μαρμαρική — λύκειο — αντιποιητικός — άγραφτος — αφροσύνη — ορνιθοσκαλίσματα — γαγγραίνωμα — αποθεραπεία — ταχύτης |
|||