Новогреческий словарь
μετάξι
μετάξι
το
шёлк
;
τεχνητό ~ — искусственный шёлк
;
ακατέργαστο ~ — шелк-сырец
;
από ~ — шёлковый, из шёлка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
шёлк
? —
μετάξι
как с
(ново)греческого
переводится слово
μετάξι
? — шёлк
#
(ново)греческий словарь
—
ακρωτήριο
—
φιλεργατικός
—
υποζόγιο
—
δημοπρατώ
—
συβάζομαι
—
ξυπάζομαι
—
άνθι
—
ζεματίζομαι
—
κεράτωμα
—
ξεθηλυκωμένος
—
μελιταίος
—
επικεφαλίδα
—
περισολλέγω
—
αερόμορφος
—
ξύπνιο
—
αντιπατριωτικός
—
διάκοιλος
—
λουθηρανός
—
υπουργία
—
μουσουλμανικός
—
δικαρπίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве