|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γκρεμοτσάκισμα? — — αυταπόδεικτος — λεβέντρα — σπαθισμός — φλοκκάτα — επιβραδυντήρ — τσιμπολόγος — εισάγω — παραβλάπτω — ούτε — διηλεκτρικός — χαμηλοτάκουνος — πολυγραφικός — ζηλιαρόγατα — βάσιμος — ωοθηκεκτομία — επιγένεση — αντασπάζομαι — ακίνδυνος — οινολόγος — συντρόφευμα — ανεκτός |
|||