|
το неустойчивость, изменчивость, непостоянство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неустойчивость? — ευμετάβλητο как на (ново)греческом будет слово изменчивость? — ευμετάβλητο как на (ново)греческом будет слово непостоянство? — ευμετάβλητο как с (ново)греческого переводится слово ευμετάβλητο? — неустойчивость, изменчивость, непостоянство — αεροκοπανίζω — ραδιουργικός — εμπορορρόπτης — κογκλάβιο — μεταφράσιμος — πυραυλάκατος — επιπίπτω — ευωδία — αιτιολογία — τσιχλόφουσκα — πεισματικός — δυσαρεστώ — ασφόγγιστος — εξαγοράσιμος — κακομοιρούλης — στασιασμός — αμάξωμα — αφερεγγυότητα — ακροτελεύτιος — ξοδιάστρα — γαλακτόζη |
|||