|
клювообразный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клювообразный? — ραμφοειδής как с (ново)греческого переводится слово ραμφοειδής? — клювообразный — επίθετο — αρράγιστος — τραυματισμός — ξευτελίζω — ξενόγλωσσος — γλυφίζω — βαρομετρικός — κορνάρω — σιγαροποιείο — ιντιβιντουαλισμός — πολωνέζ — στρόμπος — αφροστεφάνωτος — απομακραίνω — πόα — ασιτία — ακορνάριστα — διάκονο — ανεμοστάτης — καφετέρια — αερογράφος |
|||