|
η ремесло столяра-краснодеревщика #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ремесло столяра-краснодеревщика? — εβενουργική как с (ново)греческого переводится слово εβενουργική? — ремесло столяра-краснодеревщика — λαμπριάτικος — αφαρμάκωτος — υπόνοια — εχινώδης — απασσάλειφτος — ηλιοβούτημα — αιμόστασις — αναλυτηκός — ανήλεος — νύ — δασεία — εντεροσκόπιο — ταυτίζομαι — αναξιωσύνη — αβανγκαρντιστής — βαγαπόντικος — φανέρωση — συνοστεούμαι — μελανείμων — ακριβομάννα — βιομηχανοπονήσιμος |
|||