|
αόρ. от πηγαίνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επήγα? — — αρχιδούκισσα — βαμβακόσπορος — ελκυσμός — ευτυχισμένος — αδικοθάνατος — βασικό — αλατοποιώ — σβεννύω — αποσοβώ — φεγγαροφώτιστος — δωροληπτώ — τσιπουρομεζές — μηκηθμός — προκλινής — καλοτρώω — επικονιάζω — σκορδιαλός — τόλμημα — δεματάκι — ρέπορτερ — αυλοθεράπων |
|||