Новогреческий словарь
διαιτώμενος
διαιτώμενος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαιτώμενος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ομοιογενοποίηση
—
καλλυντικά
—
κίσσα
—
αεροπλοϊκός
—
ανεμοτράνταχτος
—
τεχνοδομή
—
γναφαλώδης
—
αθρησκεία
—
ξέγνοιασμα
—
αναγέλιο
—
βαρέλα
—
περικύκλωμα
—
ριζάφτι
—
κλατάρω
—
αλκαλιούχος
—
αγγειοβρίθεια
—
παθητικότητα
—
αυλακωτήρας
—
δίπολος
—
μεγαλοκεφαλία
—
υδρόνεφρον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве