|
η монета; === κόβω ~ — зашибать деньгу; δέν περνά η ~ σου — [phrase]ты здесь никого не обманешь, никого не проведёшь[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово монета? — μονέδα как с (ново)греческого переводится слово μονέδα? — монета — σκοταδισμός — δογματισμός — στρέγω — βρωμιάρης — ειδωλολατρία — ομογνωμοσύνη — ευελιξία — σακιδιοθήκη — αλλοιθώρισμα — σίτευση — πεψίνη — ομοθερμία — ευωδιασμένος — βωτριδοφαγωμένος — δουπώ — διοπτροφόρος — διαπυητικός — αποβολιμαίος — ξινό — αργίλοπλαστική — αμυλώνω |
|||