Новогреческий словарь
χειρόκτιον
χειρόκτιον
το
перчатка
;
===
ρίπτω τό ~ εις τίνα — бросить (__кому-л.__) перчатку, бросить вызов кому-л.
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
перчатка
? —
χειρόκτιον
как с
(ново)греческого
переводится слово
χειρόκτιον
? — перчатка
#
(ново)греческий словарь
—
προσωποκράτηση
—
βουλευτήριο
—
εγχειριστικός
—
σταθμίς
—
ατμοπλοϊκός
—
γλωσσοδέτης
—
σπορευτός
—
μίλλιον
—
αλεκτρυών
—
πολυβασανισμένος
—
ανώφελος
—
αντισταθμιστικός
—
πετρόβουνο
—
προδότισσα
—
ακαγος
—
πυρίμαχος
—
επταφωνία
—
αποκλεισμένος
—
μεταμορφωτικός
—
νωπός
—
αστραποκαμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве