|
η мат. планиметрия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово планиметрия? — επιπεδομετρία как с (ново)греческого переводится слово επιπεδομετρία? — планиметрия — διαστικός — επιφυλλιδογράφος — σιδηρουργός — ξερόβρυση — βαρεμένος — θριαμβευτικά — ριζώννομαι — νάνος — μεμέ — νουθεσία — υαλόπαγος — αυθυποταγή — βραχογραφία — γρατσουνώ — υπολειπόμενος — γραμμικά — συγκλίνουσα — αντιλαλώ — υιός — δακτυλίωση — περιφράσσω |
|||