|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово προληπτικά? — — ασχολίαστος — ανυποθήκευτος — αρδεύσιμος — ασκιαγος — διευρύνομαι — Θ — ξεπερνάω — σαρωτής — αμφικτίονες — λαμπικάρω — απογευματίζω — αχρείαστος — πρασόσουπα — αφεντοχωριάτης — επαρκώς — καταδρομείς — προσφυγάκι — επτάχρους — γαλάκτισμα — φούντος — βροντοφωνώ |
|||