|
вишнёвый (о цвете) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вишнёвый? — βύσσινίος как с (ново)греческого переводится слово βύσσινίος? — вишнёвый — κυτταρίτιδα — κρατικοδίαιτος — κατοικοδημότης — ατρόμαχτος — ενταλματίας — αυτοκάμωτος — αγνός — βωξίτης — αδενοκαρκίνωμα — σουμπλιμές — σφήξ — πεντάεδρος — αρίδι — ορέγομαι — διαβόλισσα — συνίσταμαι — αλοφροσέρνω — αγαθιόρης — περιπλέον — καλπονόθευση — φίλτρο |
|||