|
~ός ο рвота; κάνω ~ό — [phrase]меня рвёт[/phrase]; τάση γιά ~ό — тошнота; μού 'ρχεται ~ — а) [phrase]меня тошнит;[/phrase] б) перен. [phrase]противно до тошноты, с души воротит[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рвота? — έμετος как с (ново)греческого переводится слово έμετος? — рвота — παρενθετικός — κουφά — λατρεμένος — μελοδραματοποιός — βράση — αφύπνιση — τουριστικός — Θεσσαλονικιός — ανθοφορώ — άφρυδος — μηχανεύομαι — θηλυγονία — μονύελον — πεταλουργείο — πολυθόρυβος — λαχανοζούμι — πρωτοδικείο — αμμοδόκη — μηλιόρι — αναδιορίζω — λυθριάζω |
|||