|
το 1) крупа (пшеничная); 2) каша (пшеничной крупы) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крупа? — πλιγούρι как на (ново)греческом будет слово каша? — πλιγούρι как с (ново)греческого переводится слово πλιγούρι? — крупа, каша — αυτοδυναμία — ψυχίτσα — γκριζοπράσινος — νικελάκι — θαλασσοκράτειρα — συστολεύς — διασφήνωσις — μικρούλικος — υπόδεση — ψυχόπιττα — ζωοτομία — χειροτεχνικός — βιά — φυτικός — δελφινάριο — τσιτωτός — φούντος — χοιραδικός — εντεριώνη — γαλατόχορτο — δετικός |
|||