Новогреческий словарь
ελαφροσέρνω
ελαφροσέρνω
(αόρ. ελαφρόσυρα) легко,
без усилий тянуть
(что-л.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
без усилий тянуть
? —
ελαφροσέρνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
ελαφροσέρνω
? — без усилий тянуть
#
(ново)греческий словарь
—
στυπτικότητα
—
εμφρακτήρ
—
ψοφολογώ
—
ωκεανογραφικός
—
διαξηραίνω
—
πότασσα
—
απασσάλωτος
—
αμέστωτος
—
συνασφαλίζομαι
—
τάϊσμα
—
αισθητιστής
—
αρθράκι
—
γκριζοπράσινος
—
ονειροπολώ
—
γριπάρισσα
—
αλληλοσεβασμός
—
σιμώνω
—
φανοποιός
—
κεραμιδώ
—
φρικώδης
—
στοιχειακός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве