Новогреческий словарь
διεσπάρην
διεσπάρην
παθ. αόρ. от διασπείρω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διεσπάρην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ελαφρολογώ
—
σοσιαλισμός
—
αναφορείον
—
ρόπαλο
—
κιβωτιόσχημος
—
τριανταφυλλί
—
χλωρουσιά
—
επιρρέπω
—
νέκταρ
—
ακέφαλος
—
αποκρυσταλλοποίηση
—
Βερολινέζα
—
μπουκάλι
—
μελανειμονώ
—
πολυτέλεια
—
ακυρίευτος
—
δίσκελο
—
μεταξύλημα
—
πυγμαχικός
—
ασυνταίριαστος
—
φιστικιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве