Новогреческий словарь
αρνησίχριστος
αρνησίχριστ|ος
1.
отрёкшийся от Христа
;
2. (о)
антихрист
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
отрёкшийся от Христа
? —
αρνησίχριστος
как на
(ново)греческом
будет слово
антихрист
? —
αρνησίχριστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρνησίχριστος
? — отрёкшийся от Христа, антихрист
#
(ново)греческий словарь
—
συνταράζω
—
σρυρτουκεύω
—
υδροθώραξ
—
ασέβημα
—
διαδρομέας
—
συμβιβαστικά
—
αρχαιολάτρης
—
όσχεο
—
μεγαλοκαρχαρίας
—
αχόλιαγος
—
διαιτητής
—
εκτοπίζω
—
αντιστοιχείωση
—
αμανές
—
εθναρχία
—
ψευτοπαλληκαράς
—
κουμπωμένος
—
έγινα
—
προαποβίωση
—
σκιαγραφικό
—
άπταιστα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве