Новогреческий словарь
πετροσέλινο
πετροσέλινο
το
петрушка
(растение)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
петрушка
? —
πετροσέλινο
как с
(ново)греческого
переводится слово
πετροσέλινο
? — петрушка
#
(ново)греческий словарь
—
θωρακωτός
—
περιούσιος
—
γλυκοκοιτώ
—
περπατησιά
—
ποικιλόχρωμος
—
πρασίνισμα
—
θησαυρισμός
—
κλινική
—
ανάρρηση
—
άρμπουρο
—
δρακιά
—
τοξεύω
—
κτώμαι
—
εδαφολογικός
—
εκτομίς
—
διάβολος
—
αχάλκευτος
—
δοντοκάρα
—
σελιδαρίθμηση
—
βραχνιάζω
—
καταρραχιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве